- αἰτιατῶν
- αἰτιατόςproduced by a causefem gen plαἰτιατόςproduced by a causemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προένειμι — ΜΑ προϋπάρχω σε συνδυασμό με κάτι άλλο («προένεστι τὰ τῶν αἰτιατῶν τοῑς αἰτίοις», Δίον. Αρεοπ.) αρχ. (για νεκρό) έχω ήδη ταφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔνειμι «υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι»] … Dictionary of Greek